κλείσω

κλείσω
κλείω 1
shut
aor subj act 1st sg
κλείω 1
shut
fut ind act 1st sg
κλείω 1
shut
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
κλῄζω 1
make famous
aor subj act 1st sg (doric)
κλῄζω 1
make famous
fut ind act 1st sg (doric)
κλεΐσω , κλῄζω 1
make famous
aor subj act 1st sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • AURO Vinctum Palladium — apud Ael. Lamprid. in Vita Heliogabali, c. 6. Haec quum ita essent, signum tamen, quod Palladium esse credebat, abstulit: et aurô vinctum in sui Dei templo locavit: est deauratum, quod Graeci dicunt χρυσένδετον, unde vasa chrysendeta, ad verbum,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… …   Dictionary of Greek

  • φερμουάρ — το, Ν άκλ. 1. εύκαμπτο σύστημα κλεισίματος, που αποτελείται από δύο ταινίες με μεταλλικές ή πλαστικές οδοντώσεις και από έναν δρομέα ο οποίος εμπλέκει τις οδοντώσεις κινούμενος προς μία κατεύθυνση και τίς απεμπλέκει κατά την αντίθετη κατεύθυνση… …   Dictionary of Greek

  • βραδιά — η 1.η ώρα από τη δύση του ήλιου ως τον ύπνο, το βράδυ: Περάσαμε τη βραδιά μας βλέποντας τηλεόραση. 2. η νύχτα: Έχω να κλείσω μάτι τρεις βραδιές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βροντολόγημα — το οι αδιάκοπες βροντές, το βροντοβόλημα: Το βροντολόγημα δε μ άφησε να κλείσω μάτι όλη νύχτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”